- σηπτικός
- -ή, -ό / σηπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σηπτός]αυτός που προξενεί σήψηνεοελλ.1. ιατρ. α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό περιβάλλον»)β) αυτός που οφείλεται σε σηψαιμία (α. «σηπτικός πυρετός» β. «σηπτική εμβολή»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τo σηπτικόντο σηπτικόν φάρμακον2. φρ. α) «σηπτικὸν φάρμακον» — ουσία η οποία διευκολύνει την πέψη τών τροφών β) «σηπτική κοιλία» — το στομάχι, μέσα στο οποίο συντελείται η πέψη, σε αντιδιαστολή προς τον οισοφάγο.
Dictionary of Greek. 2013.